|
лит. употреблять макаронизмы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово употреблять макаронизмы? — μακαρονίζω как с (ново)греческого переводится слово μακαρονίζω? — употреблять макаронизмы — αλαδιά — γείτων — αποκεφαλίζω — αμαχαίρωτος — ανταπειλή — κυλιέμαι — Επτανήσιος — πιεζομετρία — βαλλισμός — αυτοπαρηγορούμαι — βράστη — αέρινος — πεντομερία — πεθερούλης — μαλάττω — πλευρικός — παρασκευή — αουτσάιντερ — αυτοδικαζόμενος — μηλοφόρος — αλέτρισμα |
|||