Новогреческий словарь
μεταλαβαίνω
μεταλαβαίνω
(άορ. (ε)μετάλαβα) 1.
причащать
;
2.
причащаться
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
причащать
? —
μεταλαβαίνω
как на
(ново)греческом
будет слово
причащаться
? —
μεταλαβαίνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
μεταλαβαίνω
? — причащать, причащаться
#
(ново)греческий словарь
—
ξαργιτού
—
βοτανολόγος
—
καταθλίβω
—
ιμπεριαλισμός
—
χρυσοποίκιλτος
—
βρουκολακιάζω
—
σύσπαστον
—
πολεοδομική
—
συσσωρευτικός
—
ασκόνταφτος
—
μυγοπαγίδα
—
εικόνα
—
περατώνω
—
προγυμναστής
—
άμμος
—
πάγα
—
υφηγεσία
—
βεροναλισμός
—
λιγοψυχία
—
εντοιχισμός
—
δικογραφία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве