|
(άορ. (ε)μετάλαβα) 1. причащать; 2. причащаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово причащать? — μεταλαβαίνω как на (ново)греческом будет слово причащаться? — μεταλαβαίνω как с (ново)греческого переводится слово μεταλαβαίνω? — причащать, причащаться — επερωτώ — αντέφεση — αναμπαίχτης — ευγενώς — δοκανίκι — πειθαρχικώς — εξεικονισμός — λύκαινα — λούρα — χειρότερα — νευρογλοία — ζαβλακώνω — πετυχαίνω — αγοράκι — αραβοϊσραηλινός — γριγρί — χηριός — φακίρης — αθωνίτικος — κακόγεννη — χρυσομηλέα |
|||