|
το гнилой лимон; === τόν πήραν μέ τά ~α — [phrase]его забросали гнилыми лимонами, тухлыми яйцами, его ошикали, освистали[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гнилой лимон? — σαπιολέμονο как с (ново)греческого переводится слово σαπιολέμονο? — гнилой лимон — προεμπειρικός — σακχάρινος — μακροπροθέσμως — σκωλήκιον — γιάτσο — σουρντιστικός — γκαινιάζω — εμφρακτήρ — βυζαρού — ανάκρεμος — μελανίτις — αφιλοθεάμων — βραδυνός — παιχνίδι — ρίγος — δέλεαρ — χεροδύναμος — χιλιομετρικός — πουλητής — σκεπαστικός — πυργί |
|||