|
το история, ход; τό ~ τής συμβάσεως έχει αύτω — [phrase]история этого соглашения такова[/phrase]; τό ~ τής ασθενείας — история болезни #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово история? — ιστορικό как на (ново)греческом будет слово ход? — ιστορικό как с (ново)греческого переводится слово ιστορικό? — история, ход — ατμοσύρτης — ξιδιάζω — σέλωμα — οφθαλμοπορνεία — νεροκουβάλημα — κουφίζω — τροποποιούμαι — πασσατέμπος — αναβόλα — παγκρεατίτιδα — θορυβοποιώ — δεινοποίησις — διυλισμένος — μιγαδικός — συνεκδοχή — στεγνωτικός — ραγδαιότητα — κοντοχωριανή — παλιατζούρα — αντίθρησκος — διπλοπρόσωπος |
|||