Новогреческий словарь
άπτιλος
άπτιλ|ος
не покрывшийся пухом
(о птенцах)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
не покрывшийся пухом
? —
άπτιλος
как с
(ново)греческого
переводится слово
άπτιλος
? — не покрывшийся пухом
#
(ново)греческий словарь
—
άμεσα
—
είμαι
—
αναχορηγήτρια
—
κατάκριση
—
ανακοχλιώνω
—
φυτολογία
—
μετάπτωση
—
τέζα
—
απογεμίζω
—
ναυτώνας
—
πλημμυρώ
—
πασχάλιο
—
ξεσκονίζω
—
αναγκαιότητα
—
εκθάπτω
—
εξάγω
—
εκβιομηχάνιση
—
πλατσομύτης
—
γαλατόπετρα
—
αργεντίνα
—
μικροβιοκτόνος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,