|
το 1) предлог; μέ (или υπό) τό ~ — под предлогом, под видом; 2) условность; τηρώ τά ~ήματα — соблюдать условности; άφησε τά ~ήματα παρακαλώ — [phrase]пожалуйста, без церемоний[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово предлог? — πρόσχημα как на (ново)греческом будет слово условность? — πρόσχημα как с (ново)греческого переводится слово πρόσχημα? — предлог, условность — αντίρρησις — πανδοχεύς — απαλλοτρίωση — πολλοστημόριο — τέρμινο — προβλεπτικός — ευπροσηγορία — επτάτομος — μιλάνος — προσκρούω — πέδη — αρτένω — επιδιαιτητής — εκατοστός — λαμβάνω — αρχαιοτροπία — άργητα — αλωνίστρια — ομορφονιός — κοντόχοντρος — αποτελειωτικός |
|||