|
полит. экстремистский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово экстремистский? — εξτρεμιστικός как с (ново)греческого переводится слово εξτρεμιστικός? — экстремистский — γραφομανία — πλοηγίδα — αγεληδόν — σχιστόλιθος — ελαφρότητα — κενοτάφιο — επιθυμιάρης — αρτοζαχαροπλαστείο — όσφρηση — βακτηριοκτόνος — καρφιτσοθήκη — αζαχάριαστος — συμπολίτισσα — αμυγδαλοειδής — ενσφράγιστος — υποβρυχιακός — γυναικόμορφος — πτυχωσιγενής — βακχεύω — βουτσί — απομυξίζομαι |
|||