|
η тиропита (пирог с сыром) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тиропита? — τυρόπιτα как с (ново)греческого переводится слово τυρόπιτα? — тиропита — ζυμωταριά — δισσκάπτω — μύρισμα — πορνοστάρ — διίδρωση — φοινικόδασος — τεύτλο — εφαρμοστής — αναρούσα — ληνός — αλτζιά — ζωτικός — γρέντζος — πολιτεία — γοφός — ανίσχυρος — μονομανής — εύανδρος — φαντασιοκόπος — αναπόδεκτος — αποστέγαση |
|||