|
αόρ. от εξίσταμαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εξέστην? — — φαγεδαίνωση — ραγιάς — πραϋντικός — φασίστρια — επίφραξη — στρίφωμα — γεροντοφέρνω — ανώγειο — Σκαρλάτος — παστέλλι — ξάναμμα — αμόνι — γυφτίλα — προσωπικό — ζουρλομανδύας — γλιστριά — ημίψυκτος — εξερευνημένος — ηχοεντοπιστής — μονήρης — ψοφολογώ |
|||