|
το 1) нахохливание; 2) взбивание (подушек и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нахохливание? — αναφουφούδιασμα как на (ново)греческом будет слово взбивание? — αναφουφούδιασμα как с (ново)греческого переводится слово αναφουφούδιασμα? — нахохливание, взбивание — διβόλισμα — διζωνικός — δεκαπλάσιος — περικόβω — ελάττωμα — εκτιμητικός — ευνούχισμα — εμφανιστής — φαγεδαινικος — δοτός — καθρέφτισμα — σμμοκονιαστής — τορνάρισμα — χηνίσιος — απροπόνητος — εισβαίνω — αφρολόγος — τρομοκράτης — αποτίμημα — μπίζ — πατατιά |
|||