|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βοτανισμένος? — — καλοριζικιά — αντρογυναίκα — πολυώδυνος — αμφικτίονες — τουμπελέκι — απίθωμα — δόκανο — κολλογόνος — πελαγίσιος — ξεκάνω — αναροτρίωτος — παρώθηση — εύμολπος — κατασκόπευση — κοπέλλι — μοιραστνκός — ζαλιά — μητροφονία — πολυτίμως — ασκέπαστος — επαφίεμαι |
|||