|
το засада; στήνω (или κάνω) ~ — устраивать засаду, подстерегать, сидеть в засаде #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово засада? — καρτέρι как с (ново)греческого переводится слово καρτέρι? — засада — αποσόβηση — ημιαποικιακός — λιοτριβάρης — ασύντριπτος — αναγνώστης — οδοντογλύφανο — τσίνισμα — ξαμπελώνω — ξελέπισμα — πεδουκλά — αντανακλαστήρας — ντοκουμέντο — χαντούμης — επετεύχθην — αναλικνίζω — ιταμότητας — ψυχολάτρισσα — εκκοπή — επιδεκτικότητα — ωσανεί — αμώμητος |
|||