|
(αόρ. (ε)μποϋκοτάρισα ) бойкотировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бойкотировать? — μποϋκοτάρω как с (ново)греческого переводится слово μποϋκοτάρω? — бойкотировать — κοράκι — γιάρι — φλασκί — ασκεπής — ετερογένεση — μονοπολικός — διζωνικός — επιμονή — μελιτωμένος — χρηματικός — πάφλασμα — σχεδιαστήριο — κλαψιάρα — στοιχειώδης — ματοτσίνωρο — τραπεζάκι — μούφα — πρωτεύω — ρεμβός — σελουλόϊντ — γουσταδόρος |
|||