Новогреческий словарь
μποϋκοτάρω
μποϋκοτάρω
(αόρ. (ε)μποϋκοτάρισα )
бойкотировать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
бойкотировать
? —
μποϋκοτάρω
как с
(ново)греческого
переводится слово
μποϋκοτάρω
? — бойкотировать
#
(ново)греческий словарь
—
εντερικά
—
ζορμπαλίδικα
—
αβολεσιά
—
λουτρικό
—
δρυοβάλανος
—
αλατοπηγία
—
φιλόζωος
—
διώξιμο
—
ομογάλακτος
—
φωτιστικός
—
αμμοδιυλιστήριο
—
απαραμύθητος
—
πάτσι
—
αναλυτικότερα
—
ομοφωνία
—
αυταρχικότης
—
ασήκης
—
παραγοντισμός
—
ζυμάζη
—
έκπληξη
—
ξέγνοιασμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве