Новогреческий словарь
ταχύσκαπτο
ταχύσκαπτο
το воен.
наскоро вырытый окоп
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
наскоро вырытый окоп
? —
ταχύσκαπτο
как с
(ново)греческого
переводится слово
ταχύσκαπτο
? — наскоро вырытый окоп
#
(ново)греческий словарь
—
χαλικοδόμος
—
εκατοντάβαθμος
—
αλσοδίαιτος
—
αστάθμητος
—
κατοστάρικο
—
ψευτο-
—
ελληνοπούλα
—
ισραηλίτης
—
λιμεναρχία
—
βαθμοθέτηση
—
έδρανον
—
στρωμάτσο
—
εξαγιάζω
—
αθλιότητα
—
αναψύχω
—
γυνή
—
ψείρισμα
—
διαυλικός
—
καταλήγω
—
σάλτος
—
ενυπνίαση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω