|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πλουσιόπαιδο? — — ευτόκιος — ακρησάριστος — επιμιγνύω — οντουλάρισμα — πρόσκοπος — αναποδίζω — βαλτονερουλιάζω — στρωτά — δροσοβολώ — πρωτομαγιάτικα — παραμέσα — δουλεμπόριο — εβραίϊκα — βιβλιολογικός — ωοπλασία — μόρικος — πλιατσικολογημένος — ωριμότητα — μηχανή — ιδιοφυΐα — αγναντερός |
|||