|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πορφυρό? — — αυτοματοποιώ — ουλή — οινολάσπη — φραγμένος — αισιοδοξία — κυνοφοβία — ατάξιδος — διαθηκικός — σηματοδότηση — ψευδομαρτυρία — χήρα — φαρμακώδης — βελονίδα — βρακώνομαι — ένρινος — ελεφάντειος — λάρα — αστροφεγγής — λαϊκότροπος — λούζομαι — χημικοθεραπεία |
|||