|
уст. единокровный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово единокровный? — ομαίμων как с (ново)греческого переводится слово ομαίμων? — единокровный — διερώτηση — ξημερώνω — ανάχυση — ψυχοπαιδαγωγικός — ετοιμοπόλεμος — μπέζ — ουσιαστικοποιημένος — αποστειρωτικός — αδράνεια — βασταχτής — αρδεύω — εξασθένιση — αρθρογραφικά — φαίνομαι — τυπολατρικός — φυτοφάγος — μούσκλι — αξιολόγηση — ηγέτιδα — τάλας — αναφυλαξία |
|||