|
το водолазный бот #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово водолазный бот? — μηχανοκάϊκο как с (ново)греческого переводится слово μηχανοκάϊκο? — водолазный бот — λύνω — δρεπανοειδής — νεροζούμι — προχειρότητα — παπουτσώνω — τάνάποδα — φλέβα — γλεντάκι — μηλιόρι — αβέβαιος — ιχθυολιμένας — διαχύσεις — ξεμυτίζω — βακτηριολόγος — βαμβακοπαρογωγικός — χοιρόχορτο — δεκαεπτάκις — χυλοποίηση — ορνιθοκλέπτης — μεσόζωα — θνησιγέννητος |
|||