|
η хлебопекарная промышлешюсть #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хлебопекарная промышлешюсть? — αρτοβιομηχανία как с (ново)греческого переводится слово αρτοβιομηχανία? — хлебопекарная промышлешюсть — ανθοκηπουρική — βοδινό — οχύρωμα — κομπανιαμέντο — αντιπρόσκλησις — λαλιά — αλοή — ανεπιχείρητος — ξεφορτώνομαι — Δευτέρα — καρατομώ — ἀκάϊον — παντρολόγημα — διατηρούμαι — υδρωπάζω — γεώμηλον — μεταποιώ — εσχατόγηρος — ωφέλιμος — αγγλομανία — γυρωτικός |
|||