|
(-εως) η чёрный (или дымный) порох #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чёрный порох? — πυριτιδόκονη как с (ново)греческого переводится слово πυριτιδόκονη? — чёрный порох — γαμπριάτικος — προπηλάκιση — καταχωρώ — τουφεξής — εύορκος — ανατροπή — αλυσιδωτός — πaτριντί — γιορτολόγημα — παρανομία — κατούρημα — ποδάρι — υψηλόφρων — Ερασμία — ιδρυματοποιούμαι — υπερθεματιστής — εξυμνητικός — επιπλαρισμένος — αρτίστας — σαπούνισμα — εξευτελίζομαι |
|||