|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γκιζέρι? — — κόμπιασμα — δερματένιος — καλοναρχώ — πόρεψη — κατάρραχα — πολυγραφικός — αρτίστας — οκταήμερος — ξυλάνθρακας — επανευρίσκω — χαρουπιά — πιτυρούχος — ζωαγορά — ανθρακόκονη — υποκύπτω — δεντροφυτεύω — μεσαριά — βλογιά — τσίμπημα — χωριατομαθημένος — καλοφορεμένος |
|||