|
η горсть; μιά ~ αλάτι — горсть соли #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово горсть? — φοοχτιά как с (ново)греческого переводится слово φοοχτιά? — горсть — απόνηρος — καμποτινισμός — μεταφυσική — μπουζουξής — ακατατόπιστος — σί — συλλέγω — αύξηση — τούβλο — ποικιλτικός — κοπρώνας — ενέθηκα — κολλητικότητα — κουπέ — συνδέω — διαφέρω — Ποσειδώνας — κιλό — τσιτσιρίζω — μελισσοκομική — τυρί |
|||