|
атмосферный, атмосферический; ~ή πίεση — атмосферное давление; ~ κατοπτρισμός — фата-моргана, мираж #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово атмосферный? — ατμοσφαιρικός как на (ново)греческом будет слово атмосферический? — ατμοσφαιρικός как с (ново)греческого переводится слово ατμοσφαιρικός? — атмосферный, атмосферический — κατοίκιση — προπαίδευση — προϊσταμαι — ανεξαρτοποιημένος — κεφαλήστος — μεταπλάθω — ηλιόφιλος — νερομπούλι — προσκλίνω — μπιζουτιέρα — στέφανο — γνωμικός — καραβάρα — βλαισότης — χαϊμαλί — ποντίζω — τρυγάω — ακανθυλλίδα — σφυροκοπώ — αρμάζω — παρατατικός |
|||