|
ο 1) пух, пушок; 2) ворс #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пух? — χνούς как на (ново)греческом будет слово пушок? — χνούς как на (ново)греческом будет слово ворс? — χνούς как с (ново)греческого переводится слово χνούς? — пух, пушок, ворс — αλαφρογλυστρώ — γελοιότητα — θαλασσογραφικός — κατασπαράζω — γεννολογιά — επίκλειθρον — χιονολισθητήρας — ακαταμάχητο — μουνάκι — φωτοταχυμετρία — ατραυμάτιστος — σοσιαλδημοκράτισσα — ορνιθοτροφία — Αυστριακή — σταυρίδι — εκπεριστρέφω — απολίπανση — πατούχας — τσάπα — τοπογραφία — εκμηδενιστικός |
|||