|
грам. разносклоняемый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово разносклоняемый? — διττόκλιτος как с (ново)греческого переводится слово διττόκλιτος? — разносклоняемый — παλαίβω — τρίβολος — ξυλόκαρφο — γαγγραίνωσις — γερμανοφιλία — χειραμάξιον — δικέρατος — σκηνογραφώ — ενταφιασμός — εξοντώνω — σαμπάνι — δυσεπίτευκτος — ανεπίδεχτος — λεπτεπίλεπτος — υποσιτισμός — αγνωστικιστικός — αζύγιαστος — μουνουχισμένος — στραβοτιμονιά — γκαζιέρα — διαψεύδω |
|||