|
(-εως) η потёртость от пут (у вьючных животных) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово потёртость от пут? — ενσχοίνισις как с (ново)греческого переводится слово ενσχοίνισις? — потёртость от пут — μακροκατάληκτος — ευγενικότητα — συνεντευκτήριο — καλή — γεμιστά — ψηλομύτα — λησμονοβότανο — καναδέζικος — καρδιογράφημα — ακατασχέτως — κοπρίζω — ακριβός — πετάλωμα — Φαρισαίος — ελμινθολογία — αναδιοργανωμένος — αγριόκλημα — ακαδημαϊσμός — σπληνιάζω — αυτόνομος — κονσερβοποιία |
|||