|
пудрить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пудрить? — πουδραρίζω как с (ново)греческого переводится слово πουδραρίζω? — пудрить — σοφιστής — ασφαλτόπλινθος — κοκκάλα — θάλλιο — παραμονεύω — ελεεινός — γεωθερμία — προγυμνάζομαι — μειώ — ανάπλευση — νεύω — σαλονίτικος — σηματοφόρος — πουριάζω — ρυπαρογραφώ — ασημότητα — πλημμελώς — κατασκεπαστός — τήβεννος — χωριατομαθημένος — ανταποκρινόμενος |
|||