|
(αόρ. συνέτηξα, παθ. αόρ. συνετήχθην и συνετάκην) сплавлять (металлы) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сплавлять? — συντήκω как с (ново)греческого переводится слово συντήκω? — сплавлять — οχτακοσαριά — ομοφυλόφιλος — σύρμα — αποβρέχω — λαύρα — ραπόρτο — εναντιοφανής — ηλιοβούτημα — χαροκόπος — μακροκεφαλία — ζωμοδόχος — αστρίτης — αντιλάλημα — απρόσκοπτα — ευθύβολος — κάτοικος — μηδόλως — ζό — φυσώ — δανεικός — ελλιμένισίς |
|||