Новогреческий словарь
συντήκω
συντήκω
(αόρ. συνέτηξα, παθ. αόρ. συνετήχθην и συνετάκην)
сплавлять
(металлы)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сплавлять
? —
συντήκω
как с
(ново)греческого
переводится слово
συντήκω
? — сплавлять
#
(ново)греческий словарь
—
σαγίζω
—
ενάκις
—
τσοντάρω
—
ξεμουρλαίνω
—
ψυγείο
—
αυτότροφος
—
αναχέομαι
—
ασχήμια
—
δίπλα
—
χύτης
—
προαγοράζω
—
δαντελλωτός
—
ανατυπώνω
—
νάρκωμα
—
τσίμπημα
—
γυναικολατρεία
—
προγυμνάζω
—
κατεδάφιση
—
μειοδότρια
—
επιφυλακτικότητα
—
αφιλολόγητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве