|
освещать; ~σθη ο νούς μου — [phrase]рассудок мой прояснился[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово освещать? — επιφωτίζω как с (ново)греческого переводится слово επιφωτίζω? — освещать — υφέρπω — σημερνός — δυναμικότητα — ραψωδός — παραχώνω — κοινοπραγία — πολυδάκτυλος — αντιπρυτανεία — σίτινος — υδροπότης — προσωπικός — ρευμοταλγία — άντρας — μοσχεύω — ξαριστής — στειμμένος — καθέλκυση — αππαρταμέντο — γαμπριλίκι — απόκαρσις — τσουκάλι |
|||