|
η прям., перен. перемирие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово перемирие? — εκεχειρία как с (ново)греческого переводится слово εκεχειρία? — перемирие — ξυλόδεμα — ουροφόρος — ερωτηματικό — εναγής — κυτταρίνη — κοινωφελία — υπνογόνος — πνευματοθώραξ — αντιλακτίζομαι — σταθερός — ανακύλιση — νευροδιαβιβαστής — αστείζομαι — αυτοσχεδίως — γοντζές — σκάλεθρον — ασυρματιστής — σκολόρθα — σύντρίμμι — απαγχόνιση — συγκινησιακός |
|||