|
болеть оспой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово болеть оспой? — ευλογιάζω как с (ново)греческого переводится слово ευλογιάζω? — болеть оспой — αμετάπειστος — ξυλουργικός — γιγαντοοθόνη — φράχτη — αποθάρρυνση — κάμνω — χορηγητής — ρετιρέ — λιμιώνας — σιταγωγός — αντισημιτισμός — αρνίο — λογιστήριο — φρουρά — συχνάκις — ανατινάζω — φώκαινα — εμπασμα — καλαμπουρίστρια — εξώδικος — δοτός |
|||