|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ματσάκι? — — τρόχισμα — σπαθισμός — εξάρτημα — απολεπίζομαι — ψαριανός — γενικεύω — χορδίζω — ακροβάτισσα — πρωτεξαδέλφη — ξεδοντιάζω — ντοματόσουπα — τσιότρα — αλοθήκη — χαλικώδης — προσανάβαση — οδοντίατρος — μεσημεριάτικος — μετεγγραφή — μικρόμετρο — εκτόπλασμα — άβαλτος |
|||