|
неубитый; оставшийся в живых #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неубитый? — αφόνευτος как на (ново)греческом будет слово оставшийся в живых? — αφόνευτος как с (ново)греческого переводится слово αφόνευτος? — неубитый, оставшийся в живых — διασοφίζομαι — μεσοσπονδύλιος — βιβλιοδετείο — όνομα χώρου — αθερμομέτρητος — ξεθεμέλιωμα — προπαροξύτονος — κιλίμι — καρποφόρος — φιλοτιμία — ανεπισφαλής — scamnum — καρπαζώνω — τσελιγκοπούλα — λευτερώνω — κατακόμβη — ίσωμα — διαφόριση — εκποιούμαι — κουτσομπολεύω — παρτίδα |
|||