|
одноэтажный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово одноэтажный? — μονόπατος как с (ново)греческого переводится слово μονόπατος? — одноэтажный — χοιράδωση — σπηλαιώτης — ξαλμυρίζω — ανεικονικότητα — δημαγωγικός — απόλογος — πόστο — φυγοδικώ — τηλεγραφικός — παραλειπόμενα — βαϊόκλαδο — αδιακωμώδητος — βουλευτηλίκι — κλεψύδρα — υδρόκυστη — εξανθρωπισμός — δημοσιογραφία — ανθυπομοίραρχος — αβρότητα — χόνδρυλλα — εποικοδομητικός |
|||