Новогреческий словарь
οιδαλέος
οιδαλέ|ος
опухший
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
опухший
? —
οιδαλέος
как с
(ново)греческого
переводится слово
οιδαλέος
? — опухший
#
(ново)греческий словарь
—
εσεβάσθην
—
δακτυλίτιδα
—
αποστάθμηση
—
γελοιογράφηση
—
βαποράκι
—
αντιρροή
—
μισόστρατα
—
αερώθηση
—
αποκαρδιωμένος
—
συρματοποίηση
—
ακαζάντιαστος
—
ηκροάσθην
—
ανασκησία
—
λογχομαχία
—
ακαθέλκυστος
—
απαστράπτων
—
οδοντίνη
—
χαζοπούλι
—
φωνακλάς
—
νυχτικιά
—
μπεγεντίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве