|
η воен. спусковой рычаг, шептало #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спусковой рычаг? — σχαστηρία как на (ново)греческом будет слово шептало? — σχαστηρία как с (ново)греческого переводится слово σχαστηρία? — спусковой рычаг, шептало — κύρτωση — ενδεκαδικός — κοχιάζω — αξούριστος — αποδέλοιπος — βαθμοφόρος — δασκάλεμα — σαβάλη — μούσκλι — Γύφτος — ζημιάρης — αγευμάτιστος — αγγειοδιαστολή — κατσικήσιος — νιοφερμένος — νεογενής — αλαφροσκεπάζω — καθαρά — διθάλαμος — μοντέρνος — οικόσημο |
|||