καταμετρητικός

формы словаβ
καταμετρητικός
измерительный



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово измерительный? — καταμετρητικός
как с (ново)греческого переводится слово καταμετρητικός? — измерительный


αχνοΰφαντοςαγγελικόακαταλληλότητακοκκινίζωτσεμπέλισπαθώδηςπασαλείβωαντικρυνόςκλεφτοτόπιωχρομέλαςπροπάντωνφιλιούμαιπετρελαιοαγωγόςαπολυμαντήριοςξαναμασώιδανικάετερομήκηςαντίο!άρπαξσουηδέζικοςαπόλυση




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit