|
измерительный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово измерительный? — καταμετρητικός как с (ново)греческого переводится слово καταμετρητικός? — измерительный — αχνοΰφαντος — αγγελικό — ακαταλληλότητα — κοκκινίζω — τσεμπέλι — σπαθώδης — πασαλείβω — αντικρυνός — κλεφτοτόπι — ωχρομέλας — προπάντων — φιλιούμαι — πετρελαιοαγωγός — απολυμαντήριος — ξαναμασώ — ιδανικά — ετερομήκης — αντίο! — άρπαξ — σουηδέζικος — απόλυση |
|||