Новогреческий словарь
τυφλίνος
τυφλίν|ος
ο зоол.
слепозмейка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
слепозмейка
? —
τυφλίνος
как с
(ново)греческого
переводится слово
τυφλίνος
? — слепозмейка
#
(ново)греческий словарь
—
εγκεφαλοσάρκωμα
—
υπεξαίρεση
—
κακοζώητος
—
μανουάλι
—
ηλιόφιλος
—
τέλι
—
ανεγείρω
—
ιεροφάντις
—
τήκω
—
έλκυση
—
στρογγόλωσις
—
Αρβανίτης
—
ασφάλιστρο
—
νευροδιαβιβαστής
—
επιγενόμενοι
—
πιλάτεμα
—
παραταξιακά
—
πολυκαιριά
—
ελμινθοβότανον
—
φωτοφράκτης
—
γκαντέμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве