|
документировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово документировать? — ντοκουμεντάρω как с (ново)греческого переводится слово ντοκουμεντάρω? — документировать — ευσταχιανός — αδυνάτισμα — πρατήριο — θολούρα — μονάδα — μετριαστικός — βλαισός — γερωσύνη — σμιγάδι — απελεύθερος — σχεδία — πυρετώδικα — διακόφτό — αμείωτος — αζίδιο — ρατσιστικός — μισθοδότης — γλώσσα — αλμυρούτσικος — μεταμφίεση — αθύμιαστος |
|||