|
το черепичный завод; === έγινε ~ρειό — [phrase]всё перевернулось вверх дном[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово черепичный завод? — κεραμιδαρειό как с (ново)греческого переводится слово κεραμιδαρειό? — черепичный завод — χολοστεαρόλη — βαλκανολόγος — αλγηδών — φουρτούνα — δεκαεξαπλάσιος — κολαντρίζω — καταδίκη — μονοχρώματος — σαξόκερας — μονοστέφανος — διορισμός — χιλιάρικη — πετιέμαι — σκάθαρος — μισακάρισσα — Σλαύα — μοναχισμός — περίθλαση — εκκοκκισμός — σταδιοδρομία — προσθαφαίρεση |
|||