|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ρυμουλκημένος? — — σκατίλα — πεζούρα — στουπιάζω — δεκαήμερος — κτηματολόγιο — αναλήθευτος — ταμιευτήρας — κατάστικτος — ευρεσιτέχνης — υπίατρος — υποβοηθός — αντιστατικός — πυελοστομία — σισύρα — αίτημα — χαρτονένιος — κοροϊδεύομαι — ενέπηξο — τάνυση — τυχαίος — φασόλι |
|||