Новогреческий словарь
εκκριση
εκκριση
η физиол.
выделение; секреция
;
εσωτερική ~ — внутренняя секреция
;
αδένες εσωτερικής ~ίσεως — железы внутренней секреции
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
выделение
? —
εκκριση
как на
(ново)греческом
будет слово
секреция
? —
εκκριση
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκκριση
? — выделение, секреция
#
(ново)греческий словарь
—
αφροζύμη
—
φανατισμός
—
μαγιώνω
—
αποκοσκινίζω
—
ψυχοκόρη
—
συμφωνητικό
—
μολυβδασφάλεια
—
δυσμετακίνητος
—
γονικός
—
ανάβαση
—
ακριβοκοιτάζω
—
φαεινότητα
—
γάβανο
—
αρρενοφυής
—
οφιοειδή
—
θαλαμηπόλος
—
πρόβα
—
αντιθετικότητα
—
ασβεστόγαλα
—
αμπελοκαλλιεργητής
—
εμφανίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω