|
мужеподобный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мужеподобный? — αρρενοφυής как с (ново)греческого переводится слово αρρενοφυής? — мужеподобный — λαχαίνω — ζαχαροποιία — επισκίασις — αναγκασμός — καταψύχω — σκαπετάω — διίστιος — τεϊοδόχη — ψηφοθέτης — λύομαι — ενδεκατημόριον — εκφοβητικός — συγκατοίκηση — μαρμαρυγίας — δουλεμπορία — βουρλισιά — πλεκτό — σιλλιμανίτης — αρτισύστατος — ασυμβούλευτος — αρχετυπικός |
|||