|
тонко прясть #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тонко прясть? — ψιλογνέθω как с (ново)греческого переводится слово ψιλογνέθω? — тонко прясть — κατάπτυστος — φουρμάζω — σταλαγμίτης — υπνοπάθεια — διεξάγω — αερόκενος — αποστάφυλα — ασέλγεια — μαχαιροφόρος — χιλιάρικο — κορνίζα — αντεμπρησμός — αβυσσοβενθικός — λησμονήτρα — δοξαστικός — υπεραφθονώ — λιγδιάρης — μαλάς — εξαγγελμένος — πλοιαρχία — γλινιασμένος |
|||