καρναβαλίστρια

формы словаβ
καρναβαλίστρια



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово καρναβαλίστρια? —


συχωριανήυπεργόμωσηχαριστικόςκυματοθραύστηςμορέαχορτοθεριστικόςεπίκαιραζέωηλιοσκόπιοαχύλωτοςασκλήρυντοςασύννεφοςακτονόμοςεβδομηκονταετήςμαστορόπουλοιταλομαθήςδιεκπεραιωτήςεντεροκήληδιεθνολογίααντιχαίρετε!σπέρδουκλι




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit