|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καρναβαλίστρια? — — συχωριανή — υπεργόμωση — χαριστικός — κυματοθραύστης — μορέα — χορτοθεριστικός — επίκαιρα — ζέω — ηλιοσκόπιο — αχύλωτος — ασκλήρυντος — ασύννεφος — ακτονόμος — εβδομηκονταετής — μαστορόπουλο — ιταλομαθής — διεκπεραιωτής — εντεροκήλη — διεθνολογία — αντιχαίρετε! — σπέρδουκλι |
|||