|
даром, бесплатно; === τό ~ εισιτήριο — даровой, бесплатный билет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово даром? — δωρεάν как на (ново)греческом будет слово бесплатно? — δωρεάν как с (ново)греческого переводится слово δωρεάν? — даром, бесплатно — διασκεδασμός — κιβωτιοποιείον — ημερομίσθιο — μετουσιώνω — αποδυτήρια — αγνωμοσύνη — χοίρος — προσονομασία — αλωνιάτικα — άϋλος — ερωμένος — αλί — τάππωμα — παρείσδυση — τελεολογία — νερομάζωμα — ιερότητα — νικοτινικός — μπουρτζόβλαχος — δρυμώδης — λεγεωνάριος |
|||