διορθώτρια

формы словаβ
διορθώτρια
η корректор;



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово корректор? — διορθώτρια
как с (ново)греческого переводится слово διορθώτρια? — корректор


λαμπερόςθεωρικάμαναβικήμεγαέργιοαποθαρρεύομαιιζηματογένεσηαποκαπνισμόςπροκόπτωμετανοιώνωγεωλογίαευσυγκίνητοςγδαρτόςαγουρογερασμένοςκούτσουροραιβόκρανοτάξηαγριλιάαπαιδευσίαφασματοσκόπιοκαθετηρίασηεξαρχαΐζω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit