|
η корректор; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово корректор? — διορθώτρια как с (ново)греческого переводится слово διορθώτρια? — корректор — λαμπερός — θεωρικά — μαναβική — μεγαέργιο — αποθαρρεύομαι — ιζηματογένεση — αποκαπνισμός — προκόπτω — μετανοιώνω — γεωλογία — ευσυγκίνητος — γδαρτός — αγουρογερασμένος — κούτσουρο — ραιβόκρανο — τάξη — αγριλιά — απαιδευσία — φασματοσκόπιο — καθετηρίαση — εξαρχαΐζω |
|||