|
определенный артикль м. р. ед. ч. #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ο? — — εδικτον — ελλειψόγραφος — ήλθα — αριφνημός — βαριοκρούω — ετερότροπος — κληρονομητήριο — κλεφτά — υδροδυναμική — άνωση — θαλαμόσκυλο — σοκολατής — βιβλιογράφος — ιχθυοκόμος — δουλεία — αφιλοπρόοδος — ευδιάβλητος — συλλογικά — κελαϊδιστής — ασπροσέντονο — κατατρέχω |
|||