|
ο 1) термос; 2) бот. лупин (ус) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово термос? — θέρμος как на (ново)греческом будет слово лупин? — θέρμος как с (ново)греческого переводится слово θέρμος? — термос, лупин — παραφορτώνομαι — σκατομαζώχτρα — φανταρίστικος — μικρομετρικός — ερωτεύομαι — εξηγήσιμος — οψιμάδι — τυποτηλεγραφία — σπιθόβολος — θαλασσόβρεχτος — αναβρύζω — αποπαστρεύω — περίσχεσις — ανάφεγγος — προκατακλυσμιαίος — έγυρα — δεξιώνομαι — γουρουνομαθημένος — θηρεύω — ελληνιστής — ημερονύκτιος |
|||