Новогреческий словарь
ρείθρο
ρείθρο
το 1)
ручей
;
2)
канава
;
τά ~α τών οδών — кювет
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ручей
? —
ρείθρο
как на
(ново)греческом
будет слово
канава
? —
ρείθρο
как с
(ново)греческого
переводится слово
ρείθρο
? — ручей, канава
#
(ново)греческий словарь
—
αμελκτήρας
—
καλοφαγία
—
καρποφάγος
—
λιμεναρχείο
—
ατμοσφυρίχτρα
—
συνενώνομαι
—
τρυγητός
—
αποδοτέος
—
ντροπιάρης
—
μακαρονάδικο
—
αξιοπρέπεια
—
εξακόσιοι
—
τιμιέμαι
—
κατραμόπανο
—
δηκτήρ
—
καραβάνι
—
σάρκωμα
—
αβράδιαστος
—
πυροτέχνης
—
γεώμηλον
—
μαυροσίταρο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве